14 Οκτωβρίου 2012

ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΠΡΟΣΟΧΗΣ

 ΔΕΠΥ 2
Tης Φλώρας Κασσαβέτη με τη συνεργασία του Δημήτρη Πομόνη, κλινικού λογοθεραπευτή-λογοπαθολόγου, επιστημονικού συνεργάτη Παιδοψυχιατρικού Τμήματος Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία».
 
 Είναι αφηρημένο, δεν προσέχει, νομίζετε ότι κάποιες φορές δεν σας ακούει καθόλου... Αναρωτιέστε αν όλα αυτά είναι φυσιολογικά για ένα μικρό παιδί ή θα πρέπει ν’ ανησυχείτε;

Παιδιά! Πετάει το μυαλό τους και ποιος το συμμαζεύει; Όμως, ποιος δε θεωρεί φυσιολογικό ένα παιδί που ονειροπολεί, πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο, βαριέται γρήγορα ή δείχνει αδιαφορία για υποχρεώσεις ή αγγαρείες όπως τα μαθήματα; Το δικαίωμα διαφυγής σε κόσμους φανταστικούς είναι όχι μόνο αναμφισβήτητο αλλά και έμφυτη ανάγκη του κάθε παιδιού. Μερικές φορές, όμως, η δυσκολία συγκέντρωσης όχι μόνο στα μαθήματα αλλά και σε άλλες δραστηριότητες μπορεί να μην είναι θέμα της ονειροπόλας φύσης του παιδιού αλλά να συνδέεται με συγκεκριμένη μαθησιακή δυσκολία.
Η διάσπαση προσοχής θεωρείται σήμερα μία από τις πλέον σοβαρές και συχνές διαταραχές σε παγκόσμια κλίμακα. Η συχνότητα εκδήλωσης ποικίλλει από πολιτισμικό σε πολιτισμικό περιβάλλον. Σε κάποιες χώρες το ποσοστό είναι υψηλό, όπως στις ΗΠΑ και σε άλλες πολύ χαμηλό, όπως στη Μ. Βρετανία. Αυτό όμως μπορεί να σχετίζεται με το γεγονός ότι στις ΗΠΑ υπάρχει καλύτερη ενημέρωση των γονέων. Η διάσπαση προσοχής, όπως, και οι υπόλοιπες μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν «ταμπού» στην Ελλάδα. Πολλές μητέρες θεωρούν ότι πρόκειται για σοβαρό πρόβλημα, ενώ άλλες δυσκολεύονται να παραδεχτούν ή να συνεργαστούν για το καλό του παιδιού. Κι όμως, πέρα από το αν το πρόβλημα είναι σοβαρό ή όχι, αυτό που είναι σημαντικό να γνωρίζετε είναι ότι η διάγνωση είναι καλό να γίνεται πριν την ηλικία των 7 ετών. Συνήθως οι γονείς είναι αυτοί που υποψιάζονται ή συνειδητοποιούν το πρόβλημα πριν τους το πει ο δάσκαλος. Καλό είναι, λοιπόν, κάθε γονιός να έχει υπόψη του τις ενδείξεις που μπορεί να αποτελούν συμπτώματα ενός συγκεκριμένου προβλήματος.
Υποψίες ή συμπτώματα;
Η διάσπαση προσοχής παρουσιάζει δύο επίπεδα συμπτωματολογίας. Τα πρωτογενή και τα δευτερογενή. Στα δευτερογενή επίπεδα συμπτωματολογίας ανήκουν οι ψυχολογικές καταστάσεις και η αυτοεκτίμηση του παιδιού.
Παρά τη διαφοροποίηση που παρουσιάζει το φαινόμενο, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι στα πρωτογενή επίπεδα συμπτωματολογίας ανήκουν 3 συγκεκριμένα και βασικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης διαταραχής. Τα 3 αυτά βασικά χαρακτηριστικά είναι τα εξής:
1. Απροσεξία
2. Παρορμητικότητα
3. Υπερκινητικότητα
Ας δούμε, ένα προς ένα, τα χαρακτηριστικά τους.
Τι χαρακτηρίζει την απροσεξία:
  • Η εύκολη διάσπαση της προσοχής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να μην ολοκληρώνει πράγματα που ήδη γνωρίζει.
  • Η επίμονη ενασχόληση του παιδιού με την ύπαρξη εξωτερικών ή εσωτερικών ερεθισμάτων. Αυτό το κάνει να εγκαταλείπει γρήγορα την εργασία με την οποία έχει ήδη καταπιαστεί.
  • Η αδυναμία κατάκτησης του μηχανισμού της μάθησης εξαιτίας της έλλειψης συγκέντρωσης. Εξαιτίας αυτού, η ανάγνωση, η γραφή, η ορθογραφία και η αφήγηση βρίσκονται σε πολύ χαμηλό επίπεδο.
  • Η ανωριμότητα των κοινωνικών δεξιοτήτων. Οι κοινωνικές δεξιότητες (αδυναμία διαλόγου, συμμετοχή σε ομαδικά παιχνίδια, επίγνωση των κοινωνικών ορίων, σωστή συμπεριφορά) χαρακτηρίζονται ως ανώριμες.
  • Αδυναμία εκτέλεσης περισσότερων από μία διαδοχικών εντολών.
Τι χαρακτηρίζει την παρορμητικότητα:
  • Η έναρξη μιας απάντησης του παιδιού προτού ολοκληρωθεί η ερώτηση. Επιπλέον, πολλές φορές το παιδί συμμετέχει σε συζητήσεις που δεν το αφορούν, με αποτέλεσμα οι αντιδράσεις στη συμπεριφορά του να θεωρούνται παρορμητικές.
  • Η έλλειψη κατανόησης του πραγματολογικού επιπέδου στο λόγο. Αρκετές φορές το παιδί, λόγω της παρορμητικότητάς του δεν αντιλαμβάνεται την έννοια του υπονοούμενου, με αποτέλεσμα να παρερμηνεύονται προθέσεις των άλλων και έτσι να γίνεται επιθετικό στο σχολείο και στις ομαδικές συναθροίσεις.
  • Η έλλειψη πειθαρχίας. Η διάσπαση προσοχής δημιουργεί πολύ συχνά την εικόνα παιδιών χωρίς πειθαρχία, τα οποία εκδηλώνουν θυμό και άρνηση προς το σχολείο και το ομαδικό παιχνίδι.
Τι χαρακτηρίζει την υπερκινητικότητα:
  • Η αδυναμία του παιδιού να μείνει στο ίδιο μέρος για πολλή ώρα. Η παραμονή στο ίδιο μέρος προκαλεί έντονη ανησυχία, νευρικότητα, ενόχληση προς τους άλλους, επικοινωνία με το διπλανό του ή ακόμα και με τον ίδιο του τον εαυτό.
  • Η δυσκολία της αδρής και / ή λεπτής κινητικότητας. Το παιδί παρουσιάζει μικρή έως και μεγάλη δυσκολία. Οι κινήσεις και το βάδισμα είναι αδέξιες, η λεπτή κινητικότητα χαρακτηρίζεται από νευρικότητα και από αδυναμία στο συντονισμό των κινήσεων για γραφή και για λεπτές κατασκευές.
Το Σύνδρομο Διάσπασης Προσοχής (ADD) όσο και το Υπερκινητικό Σύνδρομο με Διάσπαση Προσοχής (ADHD) είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Δεν αποκλείεται όμως ένα παιδί με έντονη διάσπαση προσοχής να εμφανίζει και άλλου είδους δυσκολίες όπως χαμηλή αυτοπεποίθηση, ανησυχία, ανωριμότητα, προβλήματα κοινωνικοποίησης και δυσκολίες στις διαδικασίες γραφής και ανάγνωσης. Το Υπερκινητικό Σύνδρομο με Διάσπαση Προσοχής, ωστόσο, είναι μια παθολογική κατάσταση με κλινική διάγνωση που έχει να κάνει με αποδιοργανωτικές συμπεριφορές που δυσκολεύουν τη γενικότερη εξέλιξη του παιδιού όχι μόνο στο σχολείο αλλά και μέσα στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή με κύριο συστατικό την μεθυλφενιδάτη. Το φάρμακο, όμως, δεν θεραπεύει τη μαθησιακή δυσκολία. Αυτό που βοηθάει είναι η υποστήριξη του παιδιού απ’ όλα τα μέτωπα.
Μάχη σε όλα τα μέτωπα
Η αντιμετώπιση της διάσπασης προσοχής αποτελεί μία πολύπλευρη διαδικασία στην οποία πρέπει συμβάλει μία ολόκληρη διεπιστημονική ομάδα. Η συμβολή του παιδοψυχιάτρου, του λογοθεραπευτή και του δασκάλου στο σχολείο είτε μεμονωμένα είτε συντονιστικά λειτουργούν θετικά. Οι συμπεριφορικές κατευθύνσεις, η συμβουλευτική προσέγγιση και σε σπάνιες περιπτώσεις η χρήση φαρμακευτικής αγωγής αποτελούν το κλειδί της καλής πρόγνωσης και του ελέγχου της διάσπασης προσοχής. Οι γονείς αν παρατηρήσουν τα συμπτώματα που αναλύθηκαν παραπάνω -οπωσδήποτε περισσότερα από ένα-, καλό είναι να επισκεφτούν τον ειδικό μαζί με το παιδί, να αναφέρουν τα συμπτώματα αναλυτικά, να συνεργαστούν με τον ειδικό στη διαδικασία της διαγνωστικής εκτίμησης και να συμβάλλουν από εκεί και πέρα ενεργά στην αποκατάσταση. Αν και εξαρτάται από το βαθμό του προβλήματος, τα προγνωστικά είναι συνήθως καλά, αν υπάρχει έγκαιρη παρέμβαση όσο το δυνατόν πιο νωρίς.
1. Στο σπίτι
  • Το περιβάλλον μέσα στο σπίτι πρέπει να είναι οργανωμένο και τακτοποιημένο. Το παιδί είναι καλό να ξέρει ότι κάθε πράγμα έχει τη θέση του κι ότι εκεί θα το αναζητήσει αλλά και θα το επιστρέψει. Δώστε ιδιαίτερη έμφαση στο χώρο όπου μελετά το παιδί.
  • Φροντίστε να τηρείται στις δραστηριότητες της ημέρας η ρουτίνα επανάληψης. Μείνετε σε κάθε περίπτωση πιστοί στο πρόγραμμα. Π.χ. πλένουμε τα δόντια μετά το φαγητό και ύστερα βλέπουμε τηλεόραση.
  • Προσπαθήστε να δίνετε ξεκάθαρες εντολές στο παιδί επιβάλλοντας συγκεκριμένους κανόνες. Π.χ. πέταξε το κυπελλάκι από το γιαουρτάκι μόλις τελειώσεις στο καλάθι των αχρήστων.
  • Επιδιώξτε ώστε κατά τη διάρκεια της ημέρας να υπάρχει σωστή εξισορρόπηση μεταξύ ερεθισμάτων και στατικής απασχόλησης.
  • Είναι σημαντικό να εξασφαλίζετε στο παιδί περιόδους κινητικής εκτόνωσης αλλά και δυνατότητες συγκέντρωσης πολλές φορές τη μέρα για 10-15 λεπτά προτρέποντάς το να ασχοληθεί με στατικές δραστηριότητες, όπως διάβασμα βιβλίων, ζωγραφική, κατασκευές, επιτραπέζια, παιχνίδια σκέψης.
  • Κρατήστε θετική στάση απέναντι σε κάθε προσπάθεια του παιδιού κι όχι μόνο απέναντι στα σπουδαία επιτεύγματα. Αντιμετωπίσετε όχι μόνο λεκτικά την επιτυχία του αλλά και με εκδηλώσεις τρυφερότητας, όπως φιλιά, χάδια, αγκαλιές, χαμόγελα, βλέμματα επιδοκιμασίας, καθώς όλα αυτά τονώνουν την αυτοπεποίθηση του παιδιού.
  • Προτιμήστε να δώσετε τα «μπράβο» σε επιτεύγματα που αφορούν στις στατικές κι όχι στις κινητικές δραστηριότητες. Επιβραβεύστε το για τη ζωγραφιά ή το παζλ που έφτιαξε, για παράδειγμα κι όχι για το πόσο δυνατά κλωτσά την μπάλα.
  • Η μελέτη του παιδιού πρέπει να οργανώνεται. Δεν έχει τόση σημασία να είστε δίπλα του όταν διαβάζει όσο να οργανώσετε τις εργασίες που πρέπει να ολοκληρώσει μία-μία ακολουθώντας μια συγκεκριμένη σειρά. Μια βόλτα, το αγαπημένο του σνακ ή το αγαπημένο του DVD μπορεί να αποτελεί την επιβράβευση, αφού ολοκληρώσει τα μαθήματά του.
  • Να έχετε ρεαλιστικές προσδοκίες. Μην περιμένετε σπουδαία κατορθώματα από το παιδί και μην ανεβάζετε ψηλά τον πήχη. Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα προβλήματα στη συμπεριφορά του προτιμήστε να αντιμετωπίζετε ένα κάθε φορά κι όχι ταυτόχρονα πολλά μαζί.
2. Στο σχολείο
Ο πρώτος άξονας για τη διάγνωση συμπτωμάτων είναι η οικογένεια. Ο δεύτερος, όμως, είναι το σχολείο. Οι συγκρίσεις συνήθως που γίνονται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο άξονες μπορεί να σας βοηθήσουν να βγάλετε συμπεράσματα για το αν χρειάζεται ν’ απευθυνθείτε στον ειδικό.
Ρωτήστε το δάσκαλο ή δώστε προσοχή αν σας κάνει παρατηρήσεις ότι το παιδί:
  • δεν προσέχει την ώρα του μαθήματος
  • φλυαρεί ακατάπαυστα την ώρα του μαθήματος
  • δεν ακούει τον άλλον όταν μιλάει
  • διακόπτει το μάθημα για να πει κάτι άσχετο
  • σηκώνεται από τη θέση του και τριγυρίζει στο χώρο
  • ενοχλεί τους συμμαθητές του
  • οι εργασίες του είναι απρόσεκτες και ημιτελείς
  • έχει την τάση να διακινδυνεύει χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες

  • δεν περιμένει τη σειρά του σε ομαδικές εργασίες. 
Σε περίπτωση που υποψιάζεστε ότι το παιδί έχει πρόβλημα συγκέντρωσης στο μάθημα ή έχει γίνει διάγνωση για διάσπαση προσοχής, είναι σημαντικό να ενημερώσετε το δάσκαλο ζητώντας τη συνεργασία του έτσι ώστε το περιβάλλον της τάξης να είναι ενισχυτικό γι’ αυτό. Είναι καλό, για παράδειγμα, να έχει καλή οπτική θέση στην τάξη και κατά προτίμηση η θέση του να είναι κοντά στο δάσκαλο και μακριά από παράθυρο. Ο δάσκαλος θα πρέπει να παροτρύνει την προσπάθειά του και να του αναθέτει διάφορες απλές αρμοδιότητες δίνοντάς του έτσι κίνητρα, π.χ. μοίρασε τις φωτοτυπίες στα παιδιά ή καθάρισε τον πίνακα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...